- σιτολόγιον
- τὸ, Α [σιτολόγος]η σιτολογία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σιτολόγιον — collecting of corn neut nom/voc/acc sg σῑτολόγιον , σιτολογέω collect corn imperf ind act 3rd pl (doric) σῑτολόγιον , σιτολογέω collect corn imperf ind act 1st sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-λόγιο — (AM λόγιον και Μ λόγιν) β συνθετικό ουδέτερων ονομάτων από το ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «ομιλώ, λέω» (πρβλ. ημερολόγιο, ωρολόγιο, μοιρολόγιο, τιμολόγιο) είτε με τη σημ. τού «συλλέγω, συγκεντρώνω», οπότε και λειτούργησε ως περιληπτική… … Dictionary of Greek